- κατεσκευάσαντο
- κατασκευάζωequipaor ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεσκευάσανθ' — κατεσκευάσαντο , κατασκευάζω equip aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσκευάσαντ' — κατεσκευάσαντο , κατασκευάζω equip aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek